φαντασιαστής

φαντασιαστής
ὁ, Μ [φαντασιάζω]
1. αυτός που αρέσκεται στην επίδειξη, στην πομπώδη εμφάνιση
2. μτφ. απατεώνας
3. στον πληθ. οἱ φαντασιασταί
εκκλ. οι φαντασιανιστές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαντασιαστήν — φαντασιαστής one who is fond of display masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασιαστῶν — φαντασιαστής one who is fond of display masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασιαστάς — φαντασιαστά̱ς , φαντασιαστής one who is fond of display masc acc pl φαντασιαστά̱ς , φαντασιαστής one who is fond of display masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”